- Τρίφυλον
- Τρίφυλοςof three tribesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίφυλον — τρίφῡλον , τρίφυλος of three tribes masc/fem acc sg τρίφῡλον , τρίφυλος of three tribes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek